- καλόγερος
- I
Ονομασία δύο νησίδων οτυ Αιγαίου πελάγους.1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται στο στενό Φολεγάνδρου-Σικίνου, κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σικίνου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σικίνου του νομού Κυκλάδων.2. Ακατοίκητη νησίδα της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου.IIΗμιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 160 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού, 34 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σιβρίτου.IIIΕπώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Ήπειρο.1. Βελισσάριος. Ήταν γιος του Μαγκιόρ Χρηστάκη Ανδρίτζου Καλόγερου. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις στη δυτική Ελλάδα και διακρίθηκε το 1827 στο Καραβοστάσι. Μετά την απελευθέρωση τιμήθηκε με τον βαθμό του λοχαγού και κατατάχθηκε στη Φάλαγγα με τον βαθμό του σημαιοφόρου.2. Κωνσταντίνος. Αδελφός του προηγούμενου. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Μετά την απελευθέρωση κατατάχθηκε στην πέμπτη τετραρχία της Φάλαγγας.* * *και καλόγηρος και καλόγερας, ο (AM καλόγηρος)αυτός που έχει περιβληθεί το μοναχικό σχήμα, ο μοναχόςνεοελλ.μτφ.1. ο ανύπαντρος2. φλεγμονώδες εξάνθημα τού δέρματος, ο δοθιήνας3. είδος φορητής κρεμάστρας4. είδος παιχνιδιού που παίζεται πάνω σε διάγραμμα το οποίο έχει χαραχθεί στο έδαφος5. μικρός βράχος που προεξέχει από την επιφάνεια τής θάλασσας6. φρ. «μπήκε ο καλόγερος στο φαΐ» — κάηκε το φαΐ, τσίκνισε7. παροιμ. «αδειανός καλόγερος μύγες εκοντάρευε» — για οκνηρούς και αμέριμνους ανθρώπους8. (αίνιγμα) α) «χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι» — για τους κόκκους τού ροδιούβ) «μακρύς μακρύς καλόγερος και κόκαλα δεν έχει» — για τον καπνόγ) «μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα το κεφάλι» — για το φτυάρι τού φούρνουδ) «ψηλός ψηλός καλόγερος και πέρα η φωνή του» — για το καμπαναριό.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλόγερος < καλόγηρος < καλ(ο)-* + -γηρος (< γῆρας), πρβλ. εσχατό-γηρος υπέρ-γηρος].
Dictionary of Greek. 2013.